- τριχοτιλλομανία
- η, Νιατρ. ψυχαναγκαστική απόσπαση τών τριχών τής κεφαλής ή άλλων περιοχών τού σώματος, που απαντά σε ολιγοφρενικά άτομα, σε νευρωτικά παιδιά, σε πάσχοντες από αγχώδη κατάθλιψη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trichotillomania < θρίξ, τριχός + τίλλω «μαδώ» + -μανία (< -μανής*)].
Dictionary of Greek. 2013.